Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καὶ ἀκοσμία

См. также в других словарях:

  • ακοσμία — Φιλοσοφικός όρος τον οποίο χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης για να δηλώσει την αναρχική κατάσταση των πόλεων της Κρήτης, όταν δεν υπήρχαν κόσμοι, όπως λέγονταν οι ανώτατοι άρχοντες στις κρητικές πόλεις. Στα νεότερα χρόνια τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • ατσαλιά — και ατσαλοσύνη, η [άτσαλος] 1. ακαταστασία, αταξία 2. απρέπεια, ακοσμία, αυθάδεια 3. ακαθαρσία, βρομιά …   Dictionary of Greek

  • κόσμοι — Άρχοντες των δωρικών πολιτευμάτων της αρχαίας Κρήτης, δεύτεροι στην τάξη μετά τους βασιλείς. Ήταν δέκα, εκλέγονταν σε ετήσια βάση μόνο από ορισμένα γένη και αποτελούσαν συμβούλιο. Είχαν την ανώτατη εξουσία τόσο σε καιρό πολέμου όσο και σε περίοδο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»